ébeno - ορισμός. Τι είναι το ébeno
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι ébeno - ορισμός


ébeno      
s.m. -angios design. comum às plantas do gên. Ebenus , da fam. das leguminosas, subfam. papilionoídea, que reúne 18 spp., nativas do Leste do Mediterrâneo ao Baluquistão
-etim lat.cien. gên. Ebenus (1737)
eben-      
el.comp. antepositivo, do lat. ebènus,i , conexo com o gr. ébenos,ou 'ébano', ambos, segundo Ernout e Meillet, emprt. de uma língua africana; o aport., no sXVI, se fez como ábano , passando a évano em 1706 e ébano em meados do sXVIII; uma f. abenuz , atestada em esp. em 1492 e em port. no sXVI, é do ár. abnús , calcado sobre a f. gr.; a cognação só acusa, hoje em dia, formas com os rad. eban- e eben- : ebâneo , ebanesteria , ebânico , ebanino , ebanista , ebanita / ebanite , ebanização , ebanizado , ebanizar , ébeno / ébano , ébano-americano (e comp. com ébano- como primeiro el.), ebenácea , ebenáceo , ebenal , ebenale
Ébeno      
m.
O mesmo que ébano. Cf. Viriato Trág., XIV, 49.